- μεσομορφισμός
- οφυσ.-χημ. κατάσταση τής ύλης που χαρακτηρίζεται από συμμετρία ενδιάμεση εκείνης τής στερεάς κρυσταλλικής και τής υγράς ή τής άμορφης κατάστασης και παρατηρείται κυρίως σε ορισμένες οργανικές ενώσεις αποτελούμενες από επιμήκη μόρια, γνωστά και ως υγροί κρύσταλλοι.
Dictionary of Greek. 2013.